- κρυφαίῳ
- κρυφαί̱ῳ , κρυφαῖοςhiddenmasc/neut dat sgκρυφαί̱ῳ , κρυφαῖοςhiddenmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… … Dictionary of Greek
σέλμα — το, ΝΑ κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατάστρωμα πλοίου 2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος 3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο 4. (κατ επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα 5. στον … Dictionary of Greek